- σύμψαυσις
- -αύσεως, ἡ, Α [συμψαύω]1. αμοιβαία επαφή2. (ειδικά) μουσ. το άγγιγμα δύο μουσικών φθόγγων συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμψαυσιν — σύμψαυσις contact fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψαύσεως — συμψαύσεω̆ς , σύμψαυσις contact fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)